ταναώπις

ταναώπις
-ώπιδος, ἡ, Α
αυτή που βλέπει μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-ῶπις (αντί *ταναο-ῶπις, με σίγηση τού -ο-, πρβλ. τανα-ήκης) < ταναός* «επιμήκης, μακρός» + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ῶπις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταναῶπις — far sighted fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”